28 Απρ 2010

Όταν έρχονται τα σύννεφα (μια ονειροφαντασία)




Νύχτα. Έξω το φεγγάρι ολόγιομο. Η φθινοπωρινή δροσιά των Απαλαχίων γεμίζει με δροσοσταλίδες τα μεγάλα, καφετιά φύλλα της σφενταμιάς. Ένα νεαρό κορίτσι στέκεται στην πέργκολα έξω ένα το μικρό, ξύλινο σπίτι. Δίπλα της κάθεται μια ηλικιωμένη γυναίκα, τυλιγμένη σε μια καρό μάλλινη κουβέρτα. Ένα ραδιοφωνάκι, στο τραπεζάκι δίπλα, ακριβώς πλάι από ένα μπουκάλι τζιν, παίζει μια μουσική από αλλοτινούς καιρούς.
Το κορίτσι ανάβει τσιγάρο.

“Δώσε λίγο και στη γιαγιά σου, ντε.”.
“Ο γιατρός είπε ότι δεν κάνει.”
“Ο γιατρός να πάει να πνιγεί. Εξήντα χρόνια καπνίζω και είμαι υγιής σαν κοριτσάκι.”
“Γιαγιά!”
“Έεεεέλα, χιόνα μου. Στρίψε μου εσύ ένα τσιγαράκι και εγω θα σου πω μια ιστορία.”
“Από αυτές που μ' αρέσουν;”
“Από αυτές που σ'αρέσουν.”

Λίγα δευτερόλεπτα μετά, η κοπελίτσα κάθεται δίπλα στη γριά, τυλίγεται κι αυτή με την κουβέρτα, της δίνει το τσιγάρο και πίνει μια μεγάλη γουλιά από το τζιν. Με τη σειρά της, η γιαγιά παίρνει μια μεγάλη τζούρα από το στριφτό. Συνοφρυώνεται. Κοιτάει το τσιγάρο.

“Τι είναι αυτό, παιδάκι μου;”
“Με γεύση λεμόνι.”
“Αηδία είναι! Στην εποχή μου είχαμε αληθινά τσιγάρα. Κι αληθινά λεμόνια. Αλλά όχι και τα δυο μαζί.”
“Την ιστορία, γιαγιά”, κάνει η μικρή.

“Την ιστορία, καλή μου, βεβαίως. Ήταν κάποτε, που λες, πολύ πολύ παλιά, όταν ήταν ο κόσμος νιογέννητος και δεν υπήρχαν ακόμα τα τσιγάρα λεμόνι, μια χώρα πολύ μακριά από δω, στη Νότια Ευρώπη. Εκεί ζούσε μια κοπελίτσα, καληώρα σαν κι εσένα, όμορφη και ζωηρή. Θα 'ταν δε θα 'ταν είκοσι χρονών όταν αγάπησε για πρώτη φορά ένα παλικαράκι, όμορφο και ζωηρό κι αυτό. Από εκείνες τις αγάπες τις πρώτες, που είσαι σίγουρος ότι θα κρατήσουν για πάντα, γιατί είσαι ακόμα αθώος, ονειροπόλος και φτιάχνεις κόσμους με ένα σου φύσημα.

Ωστόσο, αυτές οι αγάπες υπάρχουν μόνο στα παραμύθια. Ακόμα κι εκεί δε μας λένε τι έγινε μετά το “αυτοί καλά κι εσείς καλύτερα”. Γιατί εκεί είναι που αρχίζουν τα δύσκολα.
Στην πραγματική ζωή, τα πιο όμορφα πράγματα τελειώνουν γρήγορα.
Κι αυτό, φυσικά, τελείωσε. Κι ούτε κι αυτός ούτε η κοπέλα μπορέσανε να γλιτώσουνε τον κοινό τους κόσμο, απεναντίας, βρεθήκανε με τρεις κόσμους διαλυμένους. Κι αυτό, πονούσε πολύ στην αρχή. Μετά, μουδιάσανε, και πιάσανε ο καθένας να μαζεύει ό,τι μπορούσε να σώσει.
Ήταν πολλές οι φορές που τον έφερνε στο μυαλό της, πάντα τις πιο χαρούμενες ή πιο θλιμμένες στιγμές. Όταν, π.χ., τελείωσε τη σχολή, ή όταν μεθούσε τα βράδι με αλκόολ, όταν έβλεπε μια πραγματικά ωραία ταινία, ή όταν τον έβλεπε στον ύπνο της. Όταν καθόταν με φίλους κι ακούγανε μουσικές κουλουριασμένοι, με το στόμα τους μουσκεμένο από το αψέντι, εκείνη τη βραδιά του καλοκαιριού που η κοπέλα της ιστορίας μας θα είχε τρελαθεί αν ένας άσχετος, μα τόσο καλόκαρδος στην ασχετοσύνη του, γνωστός της δεν έλεγε με αφέλεια παιδιού: “Εντάξει, καλή κιθάρα παίζουνε αυτοί οι Floyd”, κι εκεί που έξι άτομα χανόντουσαν στην θλίψη μιας απώλειας που δεν έπρεπε να υπάρχει, γιατί ήταν ακόμα νέοι και είχανε όλη τη ζωή μπροστά τους, αυτοί οι έξι, λοιπόν, ανασηκωθήκανε, τον κοιτάξανε καλά-καλά, πρώτα θυμωμένοι για κάτι που τους φαινόταν ιεροσυλία, μα αμέσως μετά λυθήκανε σε ένα γέλιο με τόση λύσσα, που καθάρισε η ψυχή τους.

“Και το αγόρι ήταν κι αυτό λυπημένο, γιαγιά;”
“Φυσικά κι ήταν.”
“Και καθάρισε κι αυτουνού η ψυχή;”
“Ολωνών καθαρίζουν, μάτια μου”.
“Και ξαναβρέθηκαν;”
“Ξαναβρέθηκαν. Αλλά δεν ήταν όπως πριν. Τα χρόνια είχαν κυλήσει, αυτή ήταν πια γυναίκα, κι εκείνος άντρας. Κι είχαν τραβήξει άλλους δρόμους. Και δεν μπορούσαν να φέρουν κοντά τους δρόμους αυτούς, γιατί αυτό που αγαπούσαν ο ένας στον άλλον τόσο χρόνια ήταν μονάχα μια ιδέα, ένα σύμβολο, το μεγαλείο του πρώτου έρωτα.”
“Κι αυτό η κοπέλα αποφάσισε να μην το χάσει ποτέ, να το διαλαλήσει, να θυμηθεί όλος ο κόσμος τι πάει να πει αυτή η ακατέργαστη αγάπη της πρώτης αθωότητας. Γιατί, βαθιά μέσα της, τον ευχαριστούσε που την βοήθησε να ζήσει κάτι τόσο θαυμάσιο.”

“Και τι έκανε για αυτό η κοπέλα;”
“Άρχισε να λέει ιστορίες.”
“Και το αγόρι;”
“'Εκανε τα δικά του, εξίσου όμορφα πράγματα.”

Για λίγο έπεσε σιωπή. Κοιτούσαν κι οι δυο μακριά τον ορίζοντα. Τα αστέρια φάνταζαν ολόλευκα, σχεδόν από χιόνι, και μια μουντάδα διαιφαινόταν στο βάθος. Έρχονταν σύννεφα.
Η κοπελίτσα τράβηξε ακόμα μια τζούρα.

“Ωραία μουσική αυτή που ακούμε, γιαγιά. Ποιο συγκρότημα είναι;”
Η ηλικιωμένη χασκογελάει.
“Δεν είναι συγκρότημα, καρδούλα μου. Είναι ένας συνθέτης από την πατρίδα μου. Λέγεται Μάνος Χατζηδάκις.”

Η μικρή κοιτάει κάτω. Κλωτσάει ένα χαλίκι. Και αγχωμένα, σχεδόν τρεμάμενα, ρωτάει:


“Και η ιστορία πώς τελειώνει;”
“Εεεεεχ, κι εσύ, πώς τελειώνει. Λες και όλες οι ιστορίες κρίνονται από το τέλος”, λέει η γιαγιά και πίνει μια γουλιά τζιν. Ρουφάει ακόμη μια τζούρα. “Να πώς τελειώνει η ιστορία: έγινα συγγραφέας, πήρα την υποτροφία, ήρθα στην Αμερική, γνώρισα τους Fleet Foxes και παντρεύτηκα τον παππού σου τον Ρόμπιν.”

Efect Dr. Pay

Και να, λοιπόν, που γίναμε συνομώτες, σύντροφοι, συνένοχοι.

Και να το αποτέλεσμα.

Όσοι μπορείτε, σπεύσατε. Όσοι μένετε μακριά, υπομονή, από Οκτώβρη και στην Αθήνα.

And wish us to break a leg!

27 Απρ 2010

Post-punk psychedelic lemons



Τρίτη σήμερα, καμμιά υποχρέωση να σηκώσω τον αναγεννησιακό μου πωπό και να τραβήξω προς κέντρο. Σηκώνομαι στις δέκα, καφές, τσιγάρο, τα κλασικά κάθε-μέρα-τηλέφωνο, είδε ο κος Τάδε αυτό που του άφησα; Είναι εκεί ο κος Δείνα για την τάδε δουλειά; Όχι, δεν το είχε δει και όχι δεν είναι εκεί.

Ακόμα ένα κλασικό πρωινό.

Αλλά όχι, αυτό το πρωινό δεν είναι κλασικό. Έρχεται πάλι ο άντρας της ζωής μου, ο πάππος. Αυτός ο άνθρωπος έχει σκουλήκια στον πωπό του (ευτυχώς, δεν είναι αναγεννησιακός, ο πωπός, όχι ο πάππος), αυτή τη φορά πάλι καλα που έρχεται με αεροπλάνο και όχι με το αγαπημένο του νυχτερινό τρένο.

Αυτό σημαίνει τρία πράγματα: 1. Ασκήσεις ηρεμίας για όταν θα χτυπάει την πόρτα ενώ γράφω (το κακό της υπόθεσης). 2. Τσιπουράκια (το καλό της υπόθεσης). 3. Ότι σήμερα θα φτιάξω grandpa-friendly φαϊ.

Ο παππούς μου είναι 85 χρονών έφηβος, κι όσο και να θέλει το εφηβικό του τσαγανό να πειραματίζεται, αλλά τόσο δε θέλω να πειραματίζομαι εγώ με τα 85 του χρόνια. Ήτοι, από δω και στο εξής παίζει πάλι προσαρμογή στο διαιτολόγιο. Σούπες, κοτόπουλα, σούπες, κοτόπουλα. Και ρύζι.

Ας είναι, κοτόπουλο λεμονάτο σήμερα. Με ρύζι.

Το κοτόπουλο, για να είναι grandpa-friendly, πρέπει να βράσει αργά και βασανιστικά στο ζουμάκι του. Κοινώς, δεν έχει βόλτα σήμερα, διότι των φρονίμων τα παιδιά πριν πεινάσουν κάνουν βόλτες, και μαγειρεύουν όταν πεινάσουν, αυτά ή ο παππούς. Άρα, μέσα σήμερα το πρωί.

Άντε να δει η κυρία Πούκα τι θα κάνει έγκλειστη σε μια τόσο ωραία ημέρα.


Αυτό σκεφτόμουν όταν νούνιζα (αυτό το έλεγε η Παρθένα στο “Εμείς κι Εμείς” και, ΘΕΕ ΜΟΥ ΣΕ ΠΑΡΑΚΑΛΩ ΜΗ ΜΕ ΚΑΝΕΙΣ ΝΑ ΣΚΕΦΤΟΜΑΙ ΤΟ ΕΜΕΙΣ&ΕΜΕΙΣ, ΗΤΑΝ Η ΠΙΟ FAIL ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΣΕΙΡΑ, ΚΑΤΙ ΣΑΝ ΤΟ SEVENTH HEAVEN, Ω ΘΕΕ ΜΗ ΜΟΥ ΘΥΜΙΖΕΙΣ ΤΟ SEVENTH HEAVEN!) πάνω από το φαϊ. Νούνιζα κι άλλα πράγματα, γιατί άκουγα το “Brian Eno” από MGMT, το οποίο είναι ένα πολύ όμορφο πάντρεμα ποστ-πανκ και ψυχεδέλειας, και ο νους μου έτρεχε σε κάτι πολύ ποστ-πανκ ψυχεδελικά σκηνικά σχεδόν ένα χρόνο πριν, και αποφάσισα να γράψω μια ιστορία για εκείνη τη βραδιά. Αλλά αυτό δε μας ενδιαφέρει τώρα, σωστά; Πάνως να ξέρετε, έτσι συλλαμβάνονται όλες οι ιδέες. Όταν νουνίζεις στις πιο άκυρες στιγμές.

Και νούνιζα, τελοσπάντων, ποστ-πανκ και ψυχεδελικά, και να ανακάτεμα το φαϊ και να στύψιμο τα λεμόνια. Λυσσαλέο στύψιμο. Στο τέλος έμεινα με τα κουκούτσια στο χέρι.


ΚΟΥΚΟΥΤΣΙΑ ε? Χα! Στο χέρι, ε; Χα! Σκάει χαμόγελο. Πιάνω τάπερ, μπαμπάκια, ρίχνω κουκούτσια, νάιλον, τρύπες στο ναϊλον, έξω. Pooka-friendly θερμοκηπιάκι. Λεμονιές. Μυρίζουν υπέροχα οι σκασμένες, και ζηλεύω που η μαμά που απέκτησε δεύτερη καταλάθος, επειδή της έπεσε κουκούτσι στο χώμα από την πρώτη λεμονιά.

Οπότε να 'μαι πολύτεκνη για ακόμα μια φορά. Πλάκα έχει. Θα έχω το ταπερόνι να λιάζεται όλη τη μέρα, και το βράδυ θα το παίρνω δίπλα μου, θα τους βάζω ποστ-πανκ ψυχεδέλειες και θα του λέω λόγια αγάπης. Θα αποκτήσω τις πιο γαμάτες ποστ-πανκ ψυχεδελικές λεμονιές.


Κι ενώ σκεφτόμουν όλα αυτά, έγινε κ το φαϊ. Το σβήνω με μπίρα.

Στην υγειά σου, παππού.

Στην υγειά σας κι εσάς που με διαβάζετε (εννοείται πήρα την υπόλοιπη μπίρα να την πιω).


Σε λίγα χρονάκια θα πίνουμε corona με ποστ-πανκ ψυχεδελικό λεμονάκι μέσα!


Ορίστε κι ένα τραγούδι, μπορεί να μην είναι ποστ-πανκ ψυχεδέλεια, αλλά ταιριάζει γάντι στο ποστ.



25 Απρ 2010

Πώς λάτρεψα (ξανά) τους MGMT



Άκουσα το δεύτερο άλμπουμ των MGMT λίγο πριν ανέβω στην πόλη μου για Πάσχα. Κάτι δεν έστεκε καλά με αυτό το άλμπουμ, ήθελα να μου αρέσει και δε μου άρεσε ή ήθελα να μη μου αρέσει και μου άρεσε. Δεν είχα επιλύσει το θέμα μέσα μου και με ενοχλούσε, γιατί είναι σπαστικό να μην ξέρεις αν σου αρέσει κάτι σε βιβλίομουσικήταινία. Αν δεν μιλάει εκεί το gut σου, πού θα μιλήσει; Πάνω, στην μικρή πόλη της Υπερβορέας, έπιασα τα γνωστά μούτρα που ακούνε αυτά πανωκάτω που ακούω και εγώ να μου πουν τη γνώμη τους. Δεν το είχαν ακούσει ακόμα.

Ξεχάστηκα κι έκανα το Πάσχα μου ήσυχα κι ωραία, χωρίς να με απασχολήσουν άλλο οι MGMT. Το Πάσχα πέρασε και κατέβηκα κάτω, όπου βούλιαξα για άλλη μια φορά στην ήσυχη ρουτίνα που κατάφερα να φτιάξω τον τελευταίο ενάμιση μήνα, ήτοι έρευνα-μαθήματα-λίγο γράψιμο-μουσικές και καμιά βόλτα ή άραγμα με φίλους σπίτι, τις πρώτες βραδινές ώρες, με καμιά ταινιούλα/μπιρίτσα/στρούντελ πορτοκάλι.

Σήμερα η μέρα ξεκίνησε κατά τας Γραφάς: έρευνα-λίγο γράψιμο-διάβασμα. Πήρα προχτές, σε μια θυελλώδη εξόρμηση στα βιβλιοπωλεία, το “The Crying of Lot 49” του Pynchon, όπου και ξεκίνησα να το διαβάζω. Μέσα στην ακόμα πιο θυελλώδη μεταμοντέρνα γραφή του μπαρμπα-Τόμας, με μια τύπισσα που τη λένε Οιδίπα (τζίζαζ), γραμματόσημα και συνομωσίες, ψάχτηκα στην παιδεία της Βίκυς για το βιβλίο, και μετά για τα άλλα του βιβλία, και για ταινίες που έγιναν, αν έγιναν, με βάση τα βιβλία του.

Έγιναν ταινίες. Μία, πιο συγκεκριμένα. Γερμανική, για την ακρίβεια.

Ρίγησε η ψυχούλα μου, και πιο συγκεκριμένα, σύμφωνα με την τριχοτόμηση του Πλάτωνα, τον οποίον και δε χωνεύω, αν και θα έπρεπε να χωνεύω, γιατί έγραφε φαντασίες κι αυτός (κάτι ανάλογο με αυτά που νιώθω για το δεύτερο άλμπουμ των MGMT τελοσπάντων), το πνευματικό κομμάτι, στο μυαλό, θεώρησε ότι θα ήταν καλό να την δω, το δεύτερο, το θυμοειδές, στο στήθος, χάρηκε και γούσταρε που υπάρχει τέτοια ταινία, και το τρίτο, το επιθυμητικό, στο συκώτι, τσίριξε, ούρλιαξε και το έβαλε σκοπό ντε και σώνει να την αποκτήσει. Το θυμοειδές, το ευγενικό συναίσθημα, συμβιβάστηκε και το πνευματικό, το εγκεφαλικό, έβγαλε το σκασμό, καθώς είδε ότι τα δυο άλλα είχαν κάνει κόμμα εναντίον του και όσες αντιρρήσεις “συγκεντρώσου στην έρευνά σου, κορίτσι μου” κι αν έφερνε, δε θα έβγαινε αποτέλεσμα.

Δεξιός λόβος πάλι, δηλαδή, ο απεργοσπάστης της λογικής.

Πλατειάζω και λέω άσχετα πράγματα, αλλά θα με συγχωρέσεις, γιατί είναι η ώρα περασμένη και είμαι δεξιόλοβη όλη τη μέρα. Δικαιούμαι να γράψω και καμιά ψυχεδέλεια, εδώ που τα λέμε. Εδώ έγραψαν κοτζάμ MGMT, μετά το ποπ ντεμπούτο τους.

Συνεχίζω: το λαγωνικό μέσα μου αρχίζει και πληκτρολογεί τις συνήθεις ύποπτες διευθύνσεις στο ίντερνετ μπας και την βρει. Νάδα. Λύσσαξα, δε-γίνεται-να-μην-υπάρχει-πουθενά. Πήρε έτσι Holy Grail status, το οποίο σημαίνει ότι δε θα ησυχάσω άμα δεν την βρω. Τελικά, για να καταπολεμήσω τη ζωχάδα μου, ξεβράστηκα σε γνώριμο σάητ με ευρωπαϊκές ταινίες και κυριεύτηκα από ιερή μανία του ράπιντσερ. Μισή ώρα και καμιά δεκαριά αυστηρά γερμανικές ταινίες αργότερα, η δίψα μου κορέστηκε, ησύχασα και συνέχισα την έρευνά μου.

Διαβάζω Λεκατσά αυτό τον καιρό, ένα βιβλίο που καβάτζωσα από τη μάνα μου, για την ψυχή, την ιδέα της ψυχής και της αθανασίας και τα έθιμα του θανάτου. Υπέροχος ο Λεκατσάς, με την απλή γραφή των παλιών αριστερών, και είναι μεγάλη μαγκιά για έναν αριστερό να καταπιάνεται με τέτοια θέματα, τα οποία οι σηκωφρύδηδες αριστεροί του πενήντα έγραφαν στα υποδήματα τους. Άσε που παράτησε και τη Νομική. Άσε που μνημονεύει κι αυτός το “Χρυσό Κλωνάρι” (έτερο Holy Grail της γραφούσης, όχι επειδή δεν μπορώ να το βρω, αλλά επειδή είναι ούμπερ μπελαλίδικο να το διαβάσω, οπότε θα ασχοληθώ μαζί του αφού ψηθώ στο Λεκατσά πρώτα.).

Φαντάζομαι το Λεκατσά παππού, δίπλα στο τζάκι, να σπάει κάστανα με τα αργασμένα αριστερά του χέρια και να λέει στα εγγόνια του ιστορίες από τους πολύ πολύ πολύ παλιούς καιρούς, για ψυχές, μητριαρχίες και ιερούς γάμους. Και όχι, αυτή τη φορά δε θα ψάξω τα τι και πώς και τα γιατί, όπως με τα φωσφοροσκούληκα του Ντύλαν Τόμας. Αρκούμαι στην εικόνα.

Σήμερα, που λες, (αν ακόμα είσαι εδώ, δηλαδή), το κεφάλαιο που καταπιάστηκα έγραφε για την ψυχή, στα μάτια. Πώς, δηλαδή, οι αρχαίοι πίστευαν ότι η ψυχή μπορεί να πάρει τη μορφή μικροσκοπικού ανθρώπου, και πώς κάποιος, κοιτάζοντας μέσα στα μάτια κάποιου άλλου, έβλεπε το μικροσκοπικό του είδωλο, δηλαδή, την ψυχή του. Και το σεβόντουσαν. Κι έλεγαν αυτή την ψυχή, την κρυμμένη στα μάτια , επειδή ήταν μικρή, κι ως μικρή ενέπνεε τρυφερότητα, “παιδί”, “κόρη”, “κορούλα”. Κι από εκεί βγήκε η φράση “φύλα το σαν κόρη οφθαλμού”, δηλαδή σαν την ψυχή σου.

Η ώρα πέρασε και είχα παγανιστεί με αυτά που διάβαζα, ταξίδευα κι εγώ σε ψυχές και μάτια απαλά και λάτρευα, πόσο λάτρευα, τη μουσική που ξεχυνόταν εκείνη τη στιγμή από τον υπολογιστή ίσα μέσα στα αυτιά μου. Αναρωτήθηκα τι ήταν αυτό, δεν το θυμόμουν.

Ήταν το καινούριο άλμπουμ των MGMT.

Γι' αυτό και είμαι ακόμα εδώ, κι ας πέρασε η ώρα, αποκαμωμένη και δεξιόλοβη μα τόσο, τόσο βυθισμένη σε γλυκιά μελαγχολία (παρόλο που δε συμπαθάω αυτή τη φράση, θα σου πω, αν είσαι ακόμα εδώ, κάποια στιγμή γιατί, δεν το ξεχνάω σκόπιμα, απλά πρέπει να ψάξω τα τεφτέρια μου) και να γράφω για άλλη μια φορά ασυναρτησίες, σε χρόνο κάτι-παραπάνω-από-τη-διάρκεια-του-Siberian-Breaks.

Κι ας παρέβην το καθημερινό μου τελετουργικό και δεν είδα ταινία με μπιρίτσα και στρούντελ πορτοκάλι σήμερα, κι ας μην είδα άνθρωπο, παρόλο που θα ήθελα πολύ πολύ πολύ να με κράξει κάποιος αγαπημένος, λέγοντας “βγες λίγο, γριά μου”, απαλά, σαν παιδί, κόρη, κορούλα.



22 Απρ 2010

Πόοοοολεμος; Πόλεμος!

Ακόμη ένα πρωινό στο υπέροχο, λουλουδιασμένο μπαλκόνι μου, στην υπέροχη, λουλουδιασμένη Νεραϊδοχώρα, με μια κουπάρα νες εξ αριστερών και το δεύτερο τσιγάρο να αργοσβήνει στο τασάκι εκ δεξιών, κι εκεί που ετοιμαζόμουν να εξιστορήσω τα τι-και-πού-και-πώς που σας είχα τάξει στην πρηγούμενη καταχώρηση, χτύπησε το κουδούνι.

Ήταν ο ταχυδρόμος.
Έφερνε περιχαρής τους καινούριους λογαριασμούς. 'Η, έτσι, φαντάζομαι, αλλά, ξέρετε τι γίνεται; Όταν φέρνει κάτι απρόσμενο κι υπέροχο, πχ. γράμμα από κάποιον φίλο ή ραβασάκι από ανώνυμο θαυμαστή, ΔΕ θα χτυπήσει το κουδούνι. Θα βρει έναν μαγικό τρόπο να μπει μόνος του μέσα, και να το καταχωνιάσει στο γραμματοκιβώτιο, κι άντε μετά να το βρεις, αν το περιμένεις. Αλλιώς όλα αυτά τα ωραία χάνονται. Δεν εξηγείται αλλιώς το γιατί δεν λαμβάνω γράμματα θαυμασμού ή ερωτικά ραβασάκια, όχι. Αλλά όταν είναι να φέρει λογαριασμούς, αυτό το ποταπό ανθρωπίδιο που λέγεται ταχυδρόμος, τότε αρχίζει γκράνγκα-γκράνγκα τα κουδούνια, σαν να λέει, με χαρά που κυμαίνεται επικίνδυνα ανάμεσα σε οξύμωρη ηλιθιότητα χόμπιτ και τη δηλητηριώδη κακοβουλία του Σάουρον "χαχααχαχαχαχ, κοιτα φίλε μου, όσο οικονόμος και/ή δουλευταράς να είσαι, πάλι θα πληρώσεις τα μαλλιοκέφαλά σου, δεν σου φτιάχνει αυτό τη μέρα;" Και ανοίγεις, μαζόχα, και κατεβαίνεις, και να οι δεές και οι οτέδες. Τα νερά δεν πιάνονται, ακόμα και στην Αθήνα είναι φτηνά. Εκτός αν είσαι γοργόνα και δεν μπορείς να ζήσεις εκτός μπανιέρας, οπότε την πούτσισες.

Φυσικά, αυτά σε μένα δεν περνάνε. Είμαι άριστη και γενναία μαχήτρια. Πόλεμο ήθελε, πόλεμο θα είχε. Έβγαλα περήφανη το εικοσάπλευρό μου, έριξα το will power check, και... Άσσος. Άνοιξα. Κάτω δεν κατέβηκα, αφήνω την ξενέρα για αργότερα. Αλλά ο άσσος ήταν αρκετός στο να συνειδητοποιήσω ότι δεν βρίσκομαι στην υπέροχη, λουλουδιασμένη νεραϊδοχώρα, αλλά στην όχι-τόσο-υπέροχη, λουλουδιασμένη-παρά-ταύτα-και-όλως-περιέργως Αθήνα. Και αυτό με αποτρέπει από το να γράψω για το πώς παραλίγο να γίνω...(δε σας λέω ακόμα, υπομονή). Too much banality.

Όχι, καλοί μου φίλοι. Εμείς εδώ στο μπλογκ (δηλαδή η γράφουσα, οι κάλτσες της, ο Ναθαναήλ ο Τηλεγραφος και ο Κύριλλος ο Ιππόκαμπος) αντιστεκόμαστε σθεναρά στις απόπειρες των πανταχού γκριζοπρόσωπων να μας καταπιούνε. Αντ' αυτού, θα σας πω άλλα πράγματα. Θα σας προτείνω μικρά και όχι-τόσο-μικρά πραγματάκια για να πολεμήσουμε την γκριζοπροσωπάδα της πόλης. Προσοχή: όχι μεγάλα πολιτικά οράματα, μην ξερογλείφεσαι νεαρέ που φλερτάρεις με κάθε λογής -ισμό. Όταν μεγαλώσεις λίγο θα καταλάβεις πως κάθε -ισμός έχει κάτι ύπουλο μέσα σε αυτήν την παυλίτσα και τα τέσσερα γράμματα. Βέβαια, αν καταφέρεις και πιστέψεις σε κάτι που να μην τελειώνει σε -ισμό, θα σου βγάλω το καουμπόικο καπέλο μου.

Έχουμε και λέμε, λοιπόν:

1. Σαμποτάρουμε τα ΛΕΦΤΑ.
Πώς γίνεται αυτό; Απλούστατα. Γίνεσαι θρασύτατος τζαμπατζής. Δε λέω να πρήξεις τους φίλους σου στις τράκες, το τζάμπα πολλοί αγαπήσαμε, τα παράσιτα ουδείς. Εξάλλου και οι φίλοι σου στην ίδια μοίρα με σένα είναι. Επίσης οι φίλοι είναι φίλοι γιατί ενσωματώνουν μια πληθώρα από "συν": σύμμαχοι, σύντροφοι, συνένοχοι. Αν δεν έχουν αυτά τα "συν", τότε δεν είναι φίλοι, οπότε έχεις το ελέυθερο να τους αρμέξεις κανονικά.
...Στο θέμα μας όμως. Σε τι συνίσταται το τζαμπατζιλίκι; Υπάρχουν πολλά μέρη όπου μπορείς να δεις πόσα πράγματα μπορείς να κάνεις τζάμπα ή με πολύ πολύ πολύ πολύ πολύ πολύ πολύ πολύ πολύ πολύ πολύ πολύ πολύ πολύ λίγα χρήματα. Second-hand βιβλιοπωλεία και ρουχάδικα, προβολές ταινιών, βραδιες στο σπίτι με επιτραπέζια, δωρεάν μαθήματα, λαθρανάγνωση στο λεωφορείο... Όλα αυτά βέβαια απαιτούν εξαιρετικές ανιχνευτικές ή stealthy ικανότητες.
Επίσης, μπορείς να ΑΝΤΑΛΛΑΞΕΙΣ. Όχι μόνο αγαθά, αλλά και υπηρεσίες, τύπου "Σου μαθαίνω ελληνικά, μάθε μου δική σου γλώσσα στην οποία είσαι σαϊνι", ή "Σου μαγειρεύω, βάλε μου μια σκούπα" (στο σπίτι, πονηρά μυαλά).
Αλλά αν, τελικά, πρέπει να υπάρχει κάποιο νόμισμα, το μπλογκ προτείνει τις ΑΓΚΑΛΙΕΣ. Θα λέγαμε το φιλί, αλλά, καλώς ή κακώς, αν πας στον εβδομηντάχρονο μπακάλη απέναντι να πάρεις πατάτες, ε, θα αμφισβητήσεις το νομισματικό σύστημα, δε θα το αμφισβητήσεις;

2. Σαμποτάρουμε τα ΜΥΑΛΑ των γύρω:
Οι γύρω, καλώς-κακώς-μαγκιά-τους, μπορεί να μην έχουν τα δικά μας τα σκαλώματα. Ωστόσο όλοι μα όλοι μα όλοι υποφέρουμε από την γκριζοπροσωπάδα. Δεν είναι τυχαίο που όλοι σχεδόν εμφανίζουμε μια φορά στη ζωή μας συμπτώματα κατάθλιψης τα οποία ΔΕΝ οφείλονται σε πραγματικά μπελαλίδικους λόγους, όπως π.χ. η απώλεια αγαπημένου προσώπου. Όχι. Οι άνθρωποι γύρω μας, όπως κι εμείς, είναι λυπημένοι γιατί η οικονομία πάει κατά διαόλου, γιατί κλείνουνε δουλειές, γιατί δεν ανοίγουνε δουλειές, γιατί στραγγίζουν το σκατό τους να πληρώσουν λογαριασμούς κτλ κτλ κτλ.
Είναι φανερό πως ο εγκέφαλος τους, όπως κι ο δικός μας, εξάλλου, έχει βραχυκυκλώσει σε ένα κρίσιμο σημείο όπου αντί να λέει ΕΥΤΥΧΙΑ=ΖΩΗ, λέει ΕΥΤΥΧΙΑ=ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΕΥΗΜΕΡΙΑ. Ε, καιρός να το αλλάξουμε. Πώς; Φτιάχνοντάς τους τη μέρα με μικρά, σχεδόν ασήμαντα σε μέγεθος αλλά καθοριστική σημασίας πράγματα.
Πώς γίνεται αυτό; Απλά, γίνεσαι ο καλικάντζαρος της παράδοσης φέρνοντας τον τακτοποιημένο κόσμο τους ανάποδα. Προσοχή: όχι τρομοκράτης, κανείς δε θέλει έναν κουβά σκατά στο παρμπρίζ του αυτοκινήτου ή τηλεφωνικές φάρσες στις τρεις τα ξημερώματα.
Όχι. Το σαμποτάζ του μυαλού θέλει όμορφα πράγματα, με τρόπο απαλό. Φύτεψε μια γλάστρα στην είσοδο της πολυκατοικίας. Ρίξε κάρτες "ανώνυμου αποστολέα" στο γραμματοκιβώτιο, όπου θα εύχεσαι καλό απόγευμα. Πες μια καλημέρα, ειλικρινά και με χαμόγελο, γιατί είναι άλλη μια καλή, όμορφη μέρα. Δείξε ότι δε νοιάζεσαι μόνο για το ευ ζην του κώλου σου, τέλος πάντων. Δεν θα τους κάνεις να προσληφθούν, δε θα εμποδίσεις να απολυθούν, αλλά θα το κάνεις πιο υποφερτό. Και σε τέτοιους καιρούς μετράει.
Να ξέρεις, όμως: Για να το κάνεις αυτό πρέπει να γίνεις κλόουν κατά μερικούς, φλώρος για κάποιους άλλους. Ίσως και ηλίθιος, αλαφροϊσκιωτος, ονειροπαρμένος. Μπορείς;

3. Ανακαλύπτουμε το δικό μας ΚΟΣΜΟ
Για να μπορέσουμε να τα κάνουμε όλα αυτά, πρέπει να έχουμε ένα δυνατό εσωτερικό κόσμο. Αυτό δε σημαίνει (απαραίτητα) ψάξιμο σε ταινίες-βιβλία-μουσικές, τα οποία ναι μεν ανοίγουν το μυαλό σου, αφετέρου δε σε απομονώνουν και υλικά (κάθομαι σπίτι μου και αναλύω μόνος μου το νόημα της ζωής) αλλά και ηθικά (είμαι τόσο ψαγμένος και γαμάτος που ούτε εγώ δε με καταλαβαίνω). Αυτό σημαίνει να βρεις εκείνα τα δυο-τρία πράγματα που θα θεραπεύσουν τις καμμένες σου συνάψεις σε εκείνους τους χαλεπούς καιρούς του και-τώρα-σκατά-αγαπητέ-Γουώτσον. Γιατί, φυσικά, είσαι κι εσύ άνθρωπος, άρα ευπρόσβλητος στην ασθένεια της γκριζοπροσωπάδας. Την οποία και πρέπει να πολεμάς σταθερά και σθεναρά κάθε γαμημένη μέρα.
Πώς γίνεται αυτό; Απλούστατα. Θα βρεις τα φάρμακά σου: μια σελίδα στο ίντερνετ, ένα τραγούδι, ένα-δυο αγαπημένα σημεία της πόλης. Σίγουρα τα έχεις βρει ήδη. Απλά κάνε την καθημερινή σου μέθεξη σε αυτά ένα είδος τελετουργικού. Ανάγαγέ το σε επιστήμη.

4. Δε ΓΑΜΑΜΕ τους άλλους
Η σύγχρονη ζωή είναι μια παλαίστρα όπου θα επικρατήσει ο δυνατότερος. Γιατί; Διότι έτσι είναι, και είναι καλύτερο να σε γαμήσω παρά να με γαμήσεις. Ωστόσο, δεν υπάρχει μεγαλύτερο γαμήσι από την επίγνωση του ότι μόλις γάμησες κάποιον ψυχολογικά (αν έχεις έστω και ένα στοιχειώδες ψήγμα συνείδησης). Και, φυσικά, πέρα από αυτό, υπάρχει πάντα η πιθανότητα αυτού του περίεργου φαινομένου που λέγεται κάρμα, ήτοι, αν ρίξεις μια ροχάλα, θα σου έρθουν τρεις, μεγαλύτερες και παχύτερες, κατακέφαλα.
Σταματώ τις αηδίες.
Σταμάτα να γαμάς τους άλλους, τέλος πάντων. Σταμάτα να κάνεις πράγματα για τα οποία δεν είσαι έστω και 80% σίγουρος ότι θα βγουν σε κάτι καλό, είτε για σένα, είτε για τους άλλους, είτε για όλους. Από τη στιγμή που έχεις δυναμώσει τον εσωτερικό σου κόσμο, δεν έχεις καμία ανάγκη να επικρατήσεις, να επιβεβαιωθείς, να εκδικηθείς, ή να αποδείξεις κάτι. Οπότε χαλάρωσε, κάνε ένα τσιγάρο και μην πρήζεις τον κόσμο με αχρείαστη κατανάλωση ενέργειας. Οπότε κάνεις κάτι να είσαι σίγουρος ότι το θέλεις, κι ακόμα πιο σίγουρος για τις πιθανές συνέπειες, όσο, τουλάχιστον, είναι στο χέρι σου.
Το πανάρχαιο ρητό, "μην κάνεις αυτό που δε θέλεις να σου κάνουν", είναι ένας απλούστατος τρόπος να το θυμάσαι. Καλά. Μη σε πυροβολήσω.

5. δεν ΑΥΤΟΓΑΜΙΟΜΑΣΤΕ
"Ωραία, ρε συ Πούκα, εγώ είμαι καλό παιδί και δεν έκανα ποτέ κακό σε κανέναν, αλλά ο Τάδε, ο Δείνας κτλ κτλ μου έκαναν αυτά κι αυτά κι αυτά.", θα πεις. Με το δίκιο σου και θα συμφωνήσω. Και σε μένα έχουν κάνει. Και σε όλους μας. Ακόμα και στον Τάδε, και στο Δείνα, και στον Κτλ Κτλ Κτλ.
Ε και; Θα κάτσεις στους τέσσερις τοίχους να αναλογίζεσαι τι σου έκαναν ο Τάδε, ο Δείνας και ο Κτλ Κτλ, ή θα πάρεις μια ανάσα, θα στείλεις το περιστατικό στο διάολο και θα συνεχίσεις; Κακό του κεφαλιού τους, και το κάρμα θα τους στείλει τις τρεις ροχάλες που λέγαμε. Εσύ σταμάτα να αναλώνεις ενέργεια για τον Τάδε και το Δείνα και τους Κτλ, και χρησιμοποίησέ την θετικά και όμορφα για να κάνεις όλα αυτά τα παραπάνω τα φανταστικά πράγματα. Εκτός αν προορίζεσαι για οσιομάρτυρας, φυσικά. Αλλά αυτή την εποχή ο χριστιανισμός περνάει δύσκολες μέρες, δεν ανοίγουν νέες δουλειές, οπότε δε σου εγγυώμαι ότι θα αγιοποιηθείς. Ο Άγιος Νικόλαος μού έλεγε τις προάλλες ότι έχουν να του κάνουν τάματα από το 2006, και είναι και high-positioned.

Αυτά ως εδώ. Αναμένω νέες ιδέες, σχόλια, αντιρρήσεις (οι οποίες και θα παραβλεφθούν με ταχύτητα οπλοπολυβόλου).
Επίσης, μπορείς κάλλιστα να γράψεις ό,τι διάβασες εκεί που δεν πιάνει μελάνι. Μαγκιά σου. Αλλά δε στο συνιστώ. Είμαστε, βλέπεις, η πιο γαμάτη γενιά, γιατί μεγαλώσαμε από γονείς που έκαναν αλλαγές, οι οποίοι μεγαλώσανε από γονείς που κάνανε ακόμα μεγαλύτερες αλλαγές. Η δική μας αλλαγή ποια θα είναι;




***** Mιαπουτ'αναφέραμε κι αρχήδιαλόγουκάναμε: Το μπλογκάκι απέκτησε δική του σελίδα στον ηλεκτρονικό ρουφιάνο. Όσοι πιστοί, τα θέλατε και τα πάθατε.

19 Απρ 2010

Morning ramblings of a crazy woman

Ώρα όγδοη πρωινή, πανωκάτω. Κάθομαι στον καναπέ οκλαδόν, με μια απίστευτη ηρεμία στη μούρη, δικαιολογώντας το παρατσούκλι που μου είχαν βγάλει οι δικοί μου όταν ήμουν μικρή, επειδή βαριόμουν να περπατάω, να τσιρίζω και να τους πρήζω υπέρμετρα σαν τα φυσιολογικά παιδάκια: Βούδας. Οι σαολίν καλόγεροι θα ήταν περήφανοι για μένα σήμερα. Ειδικά αν δεν έβλεπαν τα δύο τσιγάρα που έχω ήδη καπνίσει και την κουπάρα του νες από δίπλα. Oh well.

Σηκώθηκα αξημέρωτα μετά από πολύ καιρό, διότι έχω δεύτερη συνέντευξη για δουλειά, για την οποία θα μιλήσω όταν δεν την πάρω. Θα την πιστόλιαζα άνετα, με την ηρεμία που η τύπισσα πουλάει τον πρωταγωνιστή του τραγουδιού “The Ballad of Cable Hogue” των Calexico, αν δεν επέμεναν οι γονείς με το ανίκητο επιχείρημα ότι δεν έχω τίποτα να χάσω και ότι θα δω νέους ανθρώπους και νέες καταστάσεις στη συνέντευξη. Στο πρώτο σκέλος του επιχειρήματος έχω να αντιτείνω ότι έχασα ήδη δυο ώρες ύπνου και ότι πρέπει να κάνω ανασκαφή στην ντουλάπα για να βρω αξιοπρεπή ρούχα για να μεταμφιεστώ σε απελπισμένη για αυτή τη δουλειά μεν, αξιοπρεπώς ενδεδυμένη, ευπαρουσίαστη, ευέλικτη και δυναμική νέα γυναίκα δε (να βγάλω τον καφέ τώρα ή μετά;). Στο δεύτερο όμως, δεν έχω να αντιτείνω τίποτα.

Καταραμένη περιέργεια.


Να 'μαι, λοιπόν, ξύπνια, να βλέπω τη συννεφιά απέξω, η οποία δεν ξέρω αν οφείλεται σε 1. κακό καιρό, 2. στο σύνηθες νέφος μια συνήθους αθηναϊκής μέρας ή 3. στην ηφαιστειακή τέφρα. Θα διαλέξω αυθαίρετα το 3., γιατί σήμερα μου αρέσει η ιδέα της μουντίλας εδώ λόγω των τσαλιμιών ενός ηφαιστείου χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά. Είναι κάτι μεγαλειώδες, σχεδόν αρχέγονο, σχεδόν παγανιστικό. Από αυτά που σου θυμίζουν ότι όσο ξεχωριστός και γαμάτος νομίζεις πως είσαι, στην πραγματικότητα αποτελείς ένα ψήγμα κουτσουλιάς στα μέτρα και σταθμά του σύμπαντος. Με όσους μιλήσω σήμερα θα τους πω ότι ναι, η συννεφιά είναι από την τέφρα, το είδα στις ειδήσεις. Παραπληροφόρηση rules.

Πάντως αλήθεια βλέπω ειδήσεις. Ή μάλλον κάτι σαν ειδήσεις, ένα προ-πρωινάδικο, που λέει, δηλαδή, πάλι χαζομάρες, χωρίς όμως ξανθιές παρουσιάστριες και ψυχαναγκαστικά χαμόγελα. Στο προ-πρωινάδικο που βλέπω, έχει μια μεγαλοδικηγόρο-βουλευτίνα-τιβιπερσόνα για ακαθόριστους λόγους να λέει ότι όλα είναι επιτρεπτά για να δείχνει κάποιος υγιής και νέος, αρκεί να μην αλλοιώνονται τα φυσικά του χαρακτηριστικά (εντάξει, τώρα που το είπες εσύ δε θα πάω να κάνω μπότοξ), ότι δε βλέπει συχνά τον άντρα της επειδή αμφότεροι ταξιδεύουν συνέχεια και δεν έχουν χρόνο να τσακωθούν (ανακαλύψατε το νόημα των σχέσεων ζωής, μπράβο), ότι παρόλα αυτά θα ήθελε πολύ παιδιά και λυπάται που δεν έχει, γιατί θα γινόταν τρυφερότατη μητέρα (τα φαντάζομαι μόνα τους σε ένα τεράστιο, άδειο σπίτι να τα μεγαλώνουν υπηρέτριες, αφού οι γονείς τους ταξιδεύουν συνέχεια για να μην τσακώνονται, εκτός αν τα παίρνουν μαζί τους στις burberry βαλίτσες τους).


Αλλάζω κανάλι και μαθαίνω ότι ο Ricky Martin είναι ομοφυλόφιλος. Κλείνω την τηλεόραση.


Αισίως οχτώμιση. Έχω ακόμη ένα μισάωρο που ξέρω πως θα κυλήσει βασανιστικά. Μπαίνω φέησμπουκ και αρχίζω να διαβάζω στάτους φίλων. Μου αρέσει να διαβάζω στάτους: Τα αγόρια γράφουν για αθλητικά ή ασυναρτησίες, και τα κορίτσια γράφουν για έρωτες ή ασυναρτησίες. Τα σχόλια στα στάτους των αγοριών συνήθως εξελίσσονται σε trolling sessions, ενώ των κοριτσιών έχουν πολλά like, και αλλάζουν μετά από λίγο όταν τις πάρει τηλέφωνο το γκομενάκι. Τι να πεις, έτσι είμαστε εμείς οι γυναίκες. Τρίλιες. Έχουμε τόση πολλή φεγγαρίσια ενέργεια μέσα μας, που δεν έχουμε πού να την διοχετεύσουμε και...


Άστο, Δανάη. Είναι πρωί ακόμα.


Αφήνω και το φέησμπουκ. Βάζω να παίζει το soundtrack από το Rocky Horror Picture Show. Φαντάζομαι να πηγαίνω στη συνέντευξη, και ο κοστουμάτος executive να σκίζει το Armani του και να φοράει κορσέ και ζαρτιέρες από μέσα. Η γραμματέας με τα γυαλάκια να εμφανίζεται με στολή καμαριέρας και να χορεύουμε όλοι μαζί το Time Warp, ενώ γύρω μας πέφτει απαλά η ηφαιστειακή τέφρα σαν χιόνι και εμφανίζονται δισκομπάλες πάνω από τα κεφάλια μας. Πλάκα θα είχε.


Έχω ξυπνήσει όμως και δε θα έχει πλάκα και ήδη βαριέμαι. Τι να πεις! Μετά όμως, μετά, που θα έχω γελάσει τόσο πολύ μέσα μου με το γρήγορο λόγο τους και τα τόσα αγγλικά, α, μετά, θα πάρω την εκδίκησή μου. Επειδή μπορώ.


Καλημέρα!

11 Απρ 2010

Κι εγώ σ'αγαπώ, Μαρία Αλιφέρη

Έχω πάνω από μήνα να γράψω, λόγω της έλλειψης ίντερνετ, διάθεσης, και χρόνου, αλλά σήμερα θα σας αποζημιώσω. Δεν το κάνω βέβαια από την καλή μου την καρδιά, αλλά επειδή 1. γύρισα σήμερα Αθήνα και ήταν κλειστά τα σουπερμάρκετ, ως εκ τούτου δεν έχω τίποτα στο ψυγείο και πρέπει να ξεχάσω την πείνα μου κάπως, 2. θα έπρεπε τώρα να ΕΡΓΑΖΟΜΑΙ οργανώνοντας το PORTFOLIO μου γιατί έχω τρεξιματάκια την βδομάδα που έρχεται, αλλά δε βαριέσαι; Πρώτη μέρα στο πουκόσπιτο είναι αυτή και με το γυρισμό αρχίζει το τριγύρισμα των εμπειριών και των σκέψεων από τις μέρες που πέρασαν και, γκρούνγκου-γκρούνγκου τα γρανάζια του μυαλού, άντε να συγκεντρωθείς.

Επίσης, είχα σημειώσει αρκετές σκέψεις για διάφορα πράγματα, αλλά έχω καιρό να γράψω αφενός, βαριέμαι να τα περνάω στον υπολογιστή αφετέρου, οπότε θα σας πω για πολύ πιο light πραγματάκια σήμερα, να αποφύγουμε μεγάλες απώλειες θερμίδων στις εγκεφαλικές συνάψεις λόγω επεξεργασίας δεδομένων.
Και θα τα πω σε μορφή λίστας, επειδή αυτό τον καιρό έχω καεί με διάφορα sites με λίστες:

ΛΙΣΤΑ 1: ΜΕ ΤΙ ΕΧΩ ΚΑΕΙ ΑΥΤΟ ΤΟΝ ΚΑΙΡΟ
1. Sites με λίστες: ο καλύτερος τρόπος να μαθαίνεις ό,τι πιο συναρπαστικό, περίεργο και άχρηστο υπάρχει, να ξεκινάς ωραία τη μέρα σου σκιζόμενος στα γέλια, με καφέ και τσιγαράκι, και να κάνεις φιγούρα/σπαμμάρεις/τρολλάρεις τους φίλους σου για/με αυτά που έμαθες. Ο παράδεισος του σπασίκλα που σέβεται τον εαυτό του και τον τίτλο που φέρει, διότι έχουμε κι ένα όνομα στην πιάτσα.
2. Με τη μουσική των Yeasayer και τα πιο-παλιά-από-το-χάρο μπλουζ-με-μπάντζο (πολλές παύλες, ρε παιδί μου) του Dock Boggs, και τα πιο νέα, αλκοολοποτισμένα και σκοτοβουτηγμένα νεότερα μπλουζ των Lyman Family. Επίσης με την ζαχαρένια παράνοια των DVAR (thanks, Αναστασία!).
3. Με το tvtropes.org (thanks, Hartoman!) , όπου απαριθμούνται, αναλύονται και καυτηριάζονται ασύστολα όλα μα όλα μα όλα μα όλα μα όλα μα όλα μα όλα μα όλα μα όλα μα όλα μα όλα μα όλα μα όλα μα όλα μα όλα μα όλα μα όλα μα όλα μα όλα μα όλα τα κλισέ σε ταινίες, τηλεοπτικές σειρές, βιβλία και κόμικς.


ΛΙΣΤΑ 2: ΟΙ ΚΑΛΥΤΕΡΕΣ ΣΤΙΓΜΕΣ ΤΩΝ ΔΙΑΚΟΠΩΝ
1. Σύσσωμη η οικογένεια πάνω από ένα παζλ 1000 κομματιών. Το φτιάξαμε σε 24 ώρες. Και θέλαμε κι άλλο.
2. Η πρόβα των παιδιών της ομάδας Aniline, όπου πρώτη φορά είδα πώς στέκονταν τα κείμενά μου στην παράσταση. Κι ένιωσα περίεργα, σαν να γεννάω ένα παιδί κι αυτό να μεγαλώνει και να σκίζει στο σχολείο ενώ είναι παράλληλα κούκλος, με ανησυχίες και περήφανος μεταλλάς.
3. Οι 2000 σελίδες συνολικά από βιβλία που διάβασα στο πλαίσιο της έρευνας για το βιβλίο μου. Κι έπεται συνέχεια, ουφ (κουράζομαι) και αχ (μ' αρέσει).
4. Το ότι πέτυχα ένα πολύ καλό μου φίλο από τα χρόνια της σχολής, 2 φορές, σε 2 διαφορετικές πόλεις, τελείως τυχαία. Το κακό θα τριτώσει εσκεμμένα τώρα που θα κατέβει, θα ανέβει και ο αδερφός, θα μαζευτούμε όλοι οι παλιοί και θα καούμε δίχως αύριο.
5. Το μπλουζοτζαμάρισμα με τον αδερφούλη, λίγο πριν τις διακοπές.
6. Βραδιά παιχνιδιών και αλκοόλης με φίλους και τους γονείς στο σπίτι. Και ναι, οι γονείς αποδείχτηκαν πιο κάφροι από μας.
7. Η συναυλία των Universe217, Down & Out και Small Hours Society στην Κομοτηνή.
8. Ο καφές στη Θεσσαλονίκη με τους Ανιλινίτες μου, όπου κάτσαμε 4 άτομα σε μια κούνια και κουνιόμασταν σαν κολασμένοι. Πάλι καλά που δεν τη σπάσαμε, αλλά αναστατώσαμε ένα ολόκληρο μαγαζί με το σκουριασμένο της κρίτσι-κρίτσι. Και είχε πλάκα.
9. Τα κλασικά κασεράκια στη “Διαδρομή”, απαραίτητη συνοδεία της Paulaner. Ή η Paulaner τελικά συνοδεύει τα κασεράκια;

Μα πάνω από όλα (για αυτό και μπαίνει εκτός λίστας), το ότι είδα τους φίλους μου ξανά, και είδα ότι μεγαλώνουμε, και όχι μόνο αυτό, αλλά μεγαλώνουμε ΩΡΑΙΑ. Σαν καλά κρασιά.

ΚΑΙ ΤΩΡΑ...
1. Περισσότερη έρευνα, περισσότερο γράψιμο, ουφ και αχ!
2. Ανεβοκατεβάσματα Θεσσαλονίκη για τις παραστάσεις. Περισσότερα εν καιρώ.
3. Θα πήξω το μπαλκόνι μου στα φυτά – όσο έλειπα η φύση έκανε το θαύμα της. Η Σολεδάδ το Σολάνουμ απέκτησε παιδιά (βλάστησαν τα κουκουτσάκια από τους σπόρους της), ο βασιλικός Billy The Kid μυρίζει υπέροχα και μου υπόσχεται πεντανόστιμα pesto και ο Ναθαναήλ, ο all-time-classic τηλέγραφος, έφτασε αισίως το ένα μέτρο και θα αρχίζει να ανθίζει σύντομα. Ωστόσο, εξακολουθεί να είναι πράσινος και δεν τον συγχωρώ. Στην οικογένεια θα προστεθούν μια μικρή λεμονιά, μια πορτοκαλιά και από Μάη βουκαμβίλια. Και θα τα βλέπω και θα χαζοχαίρομαι, θα γράφω βλακείες και δε θα με αντέχει κανείς.
4. Θα λιώσω με παλιές, πολύ παλιές, και καλτ, πολύ καλτ, ταινίες τρόμου. (Thanks, Γιωργή!)
5. Παζλ παζλ παζλ. Παζλ, παζλ. Γλυκάθηκα. Όποιος ψήνεται να μαζοχιστεί/βασανιστεί μαζί μου, από όσους με ξέρετε, ας βγάλει φωνή.
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...