26 Απρ 2009

Και τώρα λίγη μυθολογία

“Μια φορά κι έναν καιρό ήσαν δύο αδερφές: Η Έρις και η Ανέρις.

Η Έρις ήτο λυγερή, ωραιοτάτη και φωσφορίζουσα, με κόμη μακριά, εναλασσόμενη σε κάθε χρώμα της ίριδας, με συχνότητα τρία μωβ, δύο κίτρινα και τέσσερα πρασινοπορτοκαλί ανά δευτερόλεπτον. Εις τη μία της χείρα (που κάθε τρία κλάσματα δευτερολέπτου ήτο η δεξιά και κάθε πέντε η αριστερή), εκρατούσεν έν χρυσούν μήλον, εις το οποίον κατοικοέδρευεν εις χρυσός σκώληξ (αμφισβητείται εαν το όνομα αυτού ήτο Σαη-Χουλούντ) και εις την άλλην της χείραν (που κάθε τρία κλάσματα δευτερολέπτου ήτο η αριστερή και κάθε πέντε η δεξιά) έν ευμεγέθες Γιο-γιο, το οποίο εκινείτο με ακανόνιστον περιοδικότηταν, χτίζοντας εις την ανοδικήν αυτού πορεία Σύμπαντα, τα οποία και εκαταστρέφοντο εις την καθοδικήν πορείαν αυτού.

Η Ανέρις, ως πλήρης αντίθεσις της αδελφής αυτής, ήτο δύσκαμπτος, ασχημοτάτη και ξεθωριασμένη, με κόμη επίσης μακριά, η οποία όμως δεν ενάλλασσε χρώματα, αντ' αυτού έμενε κολλημένην εις μίαν θαμπήν, γκρίζαν απόχρωσιν. Εις τη μία της χείρα κρατάει μιαν σφυρίχτραν και εις την άλλην δημόσια έγγραφα τυλιγμένα με κόκκινην ταινίαν. Με τα όργανα αυτά η Ανέρις οργανώνει τα Σύμπαντα στο ενδιάμεσο των ζενίθ και ναδίρ της πορείας του Εριστικού Γιο-Γιο, μετά, δηλαδή, την δημιουργίαν των Κόσμων και μέχρι του σημείου της καταστροφής των. Επιπλέον, με το φύσηγμα της σφυρίχτρας γεννά φνορδς, άυλα πλάσματα τα οποία στοχεύουν στην καταστολή της Εριστικής δραστηριότητος.

Βλέπομεν, λοιπόν, τον ρόλον των δύο αδελφών: Η Έρις είναι η Δημιουργός και Καταστροφέας των Πανταχού Κόσμων, ενώ η Ανέρις η Θεμελιώτρια των Συστημάτων και Της Τάξης.
Υποστηρίζεται από μίαν μεγάλην μερίδαν ερισιανών αν-οργανώσεων πως η Έρις είναι μόνον δημιουργός και οι Καταστροφές προκαλούνται από τη Σφυρίχτρα της Ανέριδος, ωστόσο πρόκειται δια μιαν θεωρίαν εντόνως αμφισβητουμένην.”


(απόσπασμα από την “Παγκόσμια Σουπερ-Ουαου Μυθολογία Του Κόσμου Που Ολοι Θα Επρεπε Να Γνωριζουμε Αλλα Αντ' Αυτού Μαθαινουμε Θρησκευτικά” (συγγρ. Γιόγκι Ροβέρτος Βρασερίζι, εκδ. Φεξέμου και Γλιστρίσα, Λίμνη Ingolstadt, 1969)

12 Απρ 2009

Περπατάνε.

Περπατάνε. Βράδυ. Το φεγγάρι ασημίζει δειλά τα φυλλώματα των δέντρων. Δειλά, σαν να ντρέπεται. Αρρωστιάρικα, σαν ένα αιθερικό βαμπίρ να του ρούφηξε τ' ασήμι.
Τα βαμπίρ είναι αυτοί, γιατί ασημίζουν κάτω από τη φυλλωσιά. Περπατάνε. Μόλις είχαν κάνει έρωτα. Εκεί. Κάτω από το αρρωστιάρικα ασημένιο δέντρο, πάνω στα άρρωστα ασημένια φύλλα.
Γύρω τους η μικρή πόλη πεθαίνει. Το ξέρουνε, γιατί τη σκότωσαν λίγο κι αυτοί.

Μόλις έκαναν έρωτα, έναν έρωτα που δεν έμοιαζε με έρωτα. Τα σώματα τους ήταν εκεί, παρόντα, το μυαλό τους όχι. Το μυαλό τους ταξίδευε μακριά, σε μιαν άλλη εποχή, σε δυο μορφές που τους έμοιαζαν λίγο. Σε δυο μορφές που ήταν αυτοί. Κάποτε. Παλιά. Όταν αγαπιόντουσαν ακόμα.
Κι όμως, ένιωθαν ότι πλανιόταν στον αέρα κάποιο ίχνος της αγάπης τους. Ακόμα.

Θυμόντουσαν κι έκαναν έρωτα.
“Είσαι ό,τι πιο κοντινό έχω.
Είσαι ό,τι...
Είσαι.
Ήσουν.”
Έκαναν έρωτα και θυμόντουσαν.

Κι αυτή η θύμηση τούς αρρώστησε.
Εκεί, σε δυο στιγμές. Κάτω από τα ασημένια φύλλα.
Ρούφηξαν τ' ασήμι για να μην πνιγούν κι αρρώστησε το φεγγάρι, αρρώστησαν τα δέντρα, αρρώστησε η πόλη.
Κι άλλο.

Περπατάνε. Κουρασμένοι. Ασημένιοι. Σε κάθε βήμα, πιο ασημένιοι.
Κάποτε, όταν περπατούσαν, ασήμιζαν γύρω τους την πόλη.

Το ίχνος της αγάπης -

το ίχνος της αγάπης δεν ξέρουμε τι απέγινε.

3 Απρ 2009

Mια απόπειρα μετάφρασης

Πάμπλο Νερούδα - Τραγούδι ΧΧ


Μπορώ να γράψω τους πιο λυπημένους στίχους τούτη δω τη νύχτα.
Να γράψω, για παράδειγμα: “Είν' έναστρη η νυχτιά
και τρέμουνε, γαλάζια, τ' αστέρια, μακριά.”

Ο άνεμος ο βραδινός στριφογυρνά στον ουρανό και τραγουδάει.

Μπορώ να γράψω τους πιο λυπημένους στίχους τούτη δω τη νύχτα.
Την αγάπησα, και κάποιες φορές μ'αγάπησε κι εκείνη.

Τις νύχτες όπως τούτη δω, την κράταγα στην αγκαλιά μου.
Πόσες φορές τη φίλησα κάτω απ' τον ατέλειωτο ουρανό.

Μ' αγάπησε, κάποιες φορές την αγαπούσα κι εγώ.
Πώς να μην αγαπήσω τα μεγάλα, στέρεα μάτια.

Μπορώ να γράψω τους πιο λυπημένους στίχους τούτη δω τη νύχτα.
Να σκεφτώ πως δεν την έχω. Να νιώσω πως την έχασα.

Ν' ακούσω την απέραντη νύχτα, πιο απέραντη χωρίς εκείνη.
Κι οι στίχοι πέφτουν στην ψυχή σαν πάχνη στο λιβάδι.

Τι σημασία έχει που η αγάπη μου δεν μπόρεσε να την κρατήσει.
Είν' έναστρη η νυχτιά κι εκείνη δεν είναι μαζί μου.

Αυτό είναι όλο. Μακριά, κάποιος τραγουδάει. Μακριά.
Η ψυχή μου δε νιώθει ελαφριά, γιατί την έχω χάσει.

Η ματιά μου την ψάχνει κοντά να την τραβήξει.
Η καρδιά μου την ψάχνει, κι εκείνη δεν είναι μαζί μου.
Η ίδια νύχτα που ασπρίζει τα ίδια δέντρα.
Εμείς, του τότε, δεν είμαστε οι ίδιοι πια.

Δεν την αγαπώ, βεβαίως, μα πόσο την αγάπησα.
Η φωνή μου έψαχνε τ' αγέρι τ' αυτάκι της ν' αγγίξει.

Άλλου. Θα είναι άλλου. Όπως πριν απ΄τα φιλιά μου.
Ζει τόσο λίγο ο έρωτας, κι είν' τόσο μεγάλη η λησμονιά.

Κι αφού τις νύχτες όπως τούτη δω, την κράταγα στην αγκαλιά μου,
η ψυχή μου δε νιώθει ελαφριά που την έχω χάσει.

Κι αν ακόμα αυτός είναι ο τελευταίος πόνος που μου χάρισε,
κι αυτοί οι τελευταίοι στίχοι που της γράφω.




(Aπόπειρα μετάφρασης - η πρώτη μου σε ποιητικό λόγο - στο ανατριχιαστικό Σονέτο Είκοσι του Pablo Neruda, από τα Είκοσι Ερωτικά Ποιήματα Κι ένα Τραγούδι Απελπισμένο.

Το πρωτότυπο, για όσους (δε) γνωρίζουν, έχει ως εξής:

"Puedo escribir los versos mas tristes esta noche.
Escribir, por ejemplo: "La noche esta estrellada,
y tiritan, azules, los astros, a lo lejos".

El viento de la noche gira en el cielo y canta.
Puedo escribir los versos mas tristes esta noche.
Yo la quise, y a veces ella tambien me quiso.

En las noches como esta la tuve entre mis brazos.
La bese tantas veces bajo el cielo infinito.

Ella me quiso, a veces yo tambien la queria.
Cοmo no haber amado sus grandes ojos fijos.

Puedo escribir los versos mas tristes esta noche.
Pensar que no la tengo. Sentir que la he perdido.

Oir la noche inmensa, mas inmensa sin ella.
Y el verso cae al alma como al pasto el rocio.

Que importa que mi amor no pudiera guardarla.
La noche esta estrellada y ella no esta conmigo.

Eso es todo. A lo lejos alguien canta. A lo lejos.
Mi alma no se contenta con haberla perdido.

Como para acercarla mi mirada la busca.
Mi corazon la busca, y ella no esta conmigo.

La misma noche que hace blanquear los mismos arboles.
Nosotros, los de entonces, ya no somos los mismos.

Ya no la quiero, es cierto, pero cuanto la quise.
Mi voz buscaba el viento para tocar su oido.

De otro. Sera de otro. Como antes de mis besos.
Su voz, su cuerpo claro. Sus ojos infinitos.

Ya no la quiero, es cierto, pero tal vez la quiero.
Es tan corto el amor, y es tan largo el olvido.

Porque en noches como esta la tuve entre mis brazos,
mi alma no se contenta con haberla perdido.
Aunque este sea el ultimo dolor que ella me causa,
y estos sean los ultimos versos que yo le escribo."

Aγγλική μετάφραση εδώ)
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...